μαρμαρυγάς

μαρμαρυγάς
μαρμαρυγά̱ς , μαρμαρυγή
flashing
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαρμαρυγή — η (AM μαρμαρυγή) λάμψη, λαμπύρισμα, ακτινοβολία («λάμπει δ ὑπὸ μαρμαρυγαῑς ὁ χρυσός», Βακχυλ.) νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από διαδοχή τών ταχύτατων, άτακτων και αναποτελεσματικών συστολών τών μυϊκών ινών τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”